πάταγος, ο, ουσ. [<αρχ. πάταγος], ο πάταγος· πολύ ζωηρή εντύπωση, θετική ή αρνητική, από κάποιο γεγονός, που συνταράζει την κοινή γνώμη και προκαλεί έντονες συζητήσεις ή αντιδράσεις: «προκλήθηκε μεγάλος πάταγος από τις νέες δημοσιογραφικές αποκαλύψεις για τις μίζες του υπουργού»·
- γίνεται πάταγος, κουβεντιάζεται έντονα, προκαλεί έντονο ενδιαφέρον κάποιο γεγονός: «γίνεται πάταγος με το τάδε έργο που παίζεται στους κινηματογράφους || γίνεται πάταγος με το νέο βιβλίο του τάδε συγγραφέα»· βλ. και φρ. έγινε πάταγος·
- έγινε πάταγος, δημιουργήθηκε ζωηρή εντύπωση, θετική ή αρνητική, από κάποιο γεγονός που συντάραξε την κοινή γνώμη και προκάλεσε έντονες συζητήσεις ή αντιδράσεις: «έγινε πάταγος από την επιτυχία της εθνικής μας ομάδας, που νίκησε στο ποδόσφαιρο την πρωταθλήτρια κόσμου || έγινε πάταγος με τις νέες φορολογικές επιβαρύνσεις, που ανακοινώθηκαν απ’ τον υπουργό οικονομικών»· βλ. και φρ. γίνεται πάταγος·
- κάνω πάταγο, προκαλώ ζωηρή εντύπωση γύρω από το όνομά μου, εντυπωσιάζω έντονα με κάποια μου ενέργεια: «έκανες πάταγο χτες βράδυ στο χορό || κάνει πάταγο το νέο βιβλίο του τάδε συγγραφέα».